στεναγμούς

στεναγμούς
στεναγμός
sighing
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άστονος — ἄστονος, ον (Α) [στένω] 1. ο χωρίς στεναγμούς, αυτός που αποδιώχνει τους στεναγμούς 2. ο πολυστέναχτος, αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς …   Dictionary of Greek

  • καταστεναχώ — καταστεναχῶ, έω (Α) επιγρ. θρηνώ κάποιον με στεναγμούς, πενθώ για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στεναχῶ «κλαίω με στεναγμούς»] …   Dictionary of Greek

  • πολυστένακτος — η, ο / πολυστένακτος, ον, ΝΜΑ, πολυστέναχτος, η, ο, Ν, πολυστέναχος, ον, Μ 1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί πολλούς στεναγμούς 2. ο γεμάτος στεναγμούς («τὸν πολυστένακτον ἀνθρώπων βίον γέλωτι κεράσας», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. αυτός που στενάζει… …   Dictionary of Greek

  • πολύστονος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρός («εἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον… …   Dictionary of Greek

  • στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… …   Dictionary of Greek

  • αναφέρω — (AM ἀναφέρω) κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ νεοελλ. (για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό αρχ. Ι. (μτβ.) 1. φέρνω επάνω, φέρνω 2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας 3. σηκώνω,… …   Dictionary of Greek

  • αστέναχτος — η, ο (AM ἀστένακτος, ον) 1. αυτός που δεν στενάζει («Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ», Δ. Σολωμός «ἄκλαυτος, ἀστένακτος» χωρίς κλάματα και στεναγμούς, Ευρ.) 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στέναξε κάποιος (φρ. «δεν πέρασα… …   Dictionary of Greek

  • βαθυστέναχτος — η, ο 1. ο αξιοθρήνητος, αυτός για τον οποίο αξίζει να στενάζει βαθειά κανείς 2. εκείνος που εκδηλώνεται με πολλούς στεναγμούς …   Dictionary of Greek

  • βροτοστόνος — βροτοστόνος, ον (Α) αυτός που προξενεί στεναγμούς ή βάσανα στους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στόνος < στόνος «στεναγμός»] …   Dictionary of Greek

  • ερέχθω — ἐρέχθω (Α) 1. σχίζω, διασχίζω, διαρρηγνύω, σπάζω 2. σπαράζω, κατασπαράζω («δάκρυσι και στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων» αυτός που σπαράζει από δάκρυα και στεναγμούς και πόνους, Ομ. Οδ.) 3. παθ. ἐρέχθομαι φέρομαι εδώ κι εκεί, κτυπιέμαι απ’ τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”